αμφιπέλομαι

αμφιπέλομαι
ἀμφιπέλομαι (Α)
(για μουσική)
περιφέρομαι, πλανιέμαι στον αέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι-* + πέλομαι «κινούμαι, είμαι, γίνομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀμφιπέληται — ἀμφιπέλομαι hover pres subj mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”